ἀυάτα

ἀυάτα
ᾰυᾰτα (Aeol., = ἄτα, q. v.: ἀυάτ-, codd., Snell: αὐάτ-, Mosch., Beck: i. e. ἀϝάτ-. v. Hamm, Gramm. zu Sappho & Alk. § 47.)
1 delusion, infatuation (cf. Forssman, p. 15̆{3}, “Nur die Form ἀυάτα hat bei Pindar die alte Bedeutung “Verblendung””: but v. Barrett at Eur., Hipp., 241) ἀλλά νιν (= Ἰξίονα)

ὕβρις εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον ὦρσεν P. 2.28

ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος P. 3.24


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αυάτα — αὐάτα, η (αιολ. τ.) (Α) η άτη …   Dictionary of Greek

  • αὐάταν — αὐάτᾱν , ἄτη bewilderment fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτη — I Θεότητα, προσωποποίηση του ασυγκράτητου πάθους, που προκαλούσε αποστροφή σε θεούς και ανθρώπους, κόρη του Δία και της Έριδας. Η Ά. προκάλεσε παρεξήγηση μεταξύ Αγαμέμνονα και Αχιλλέα, καθώς και μεταξύ Οδυσσέα και Αίαντα. Αυτή παρέσυρε την Ελένη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”